Στους πρόποδες του Παρνασσού ένας βοσκός έβοσκε τα πρόβατα του.
Ένα από αυτά ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του τρέχει προς τον γκρεμό. Στην προσπάθεια του να το πιάσει βρίσκεται να αιωρείται στον γκρεμό. Πιασμένος από ένα κλαδί κάποιου μικρού θάμνου,
ανήμπορος να κάνει κάτι άρχισε να καλεί βοήθεια φωνάζοντας :
- !Συμπατριώτες ακούει κανείς, ακούει κανείς.!
Κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα και πολλές παρακλήσεις από το ανήμπορο βοσκό, ο ουρανός σκοτεινιάζει, γεμίζει με σύννεφα και μια επιβλητική φωνή ακούγεται να προτρέπει το βοσκό:
- !Άνθρωπε μου οι εκκλήσεις σου εισακούστηκαν πέεεσε είμαι ο θεός και θα βρεθείς στην αγκαλιά μου.! Και ο βοσκός με ύφος σαστισμένο μα συνάμα και απογοητευμένος αποκρίνεται:
- !Άλλος ακούει;!
Ένα από αυτά ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του τρέχει προς τον γκρεμό. Στην προσπάθεια του να το πιάσει βρίσκεται να αιωρείται στον γκρεμό. Πιασμένος από ένα κλαδί κάποιου μικρού θάμνου,
ανήμπορος να κάνει κάτι άρχισε να καλεί βοήθεια φωνάζοντας :
- !Συμπατριώτες ακούει κανείς, ακούει κανείς.!
Κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα και πολλές παρακλήσεις από το ανήμπορο βοσκό, ο ουρανός σκοτεινιάζει, γεμίζει με σύννεφα και μια επιβλητική φωνή ακούγεται να προτρέπει το βοσκό:
- !Άνθρωπε μου οι εκκλήσεις σου εισακούστηκαν πέεεσε είμαι ο θεός και θα βρεθείς στην αγκαλιά μου.! Και ο βοσκός με ύφος σαστισμένο μα συνάμα και απογοητευμένος αποκρίνεται:
- !Άλλος ακούει;!