Πάει ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ προσπαθώντας να βρει τον πατέρα του.
Στο δρόμο συναντά κάποιον γέρο:
-Πού πας παλικάρι μου;
-Ψάχνω τον πατέρα μου που τον έχω χάσει.
-Τι σύμπτωση και εγώ ψάχνω για το γιο μου, που τον έχω χάσει.
-Εμένα ο πατέρας μου είναι φτωχός.
-Και εγώ παιδί μου, πάμφτωχος είμαι.
-Ξέρεις ο πατέρας μου εμένα είναι ξυλουργός.
-Άκου να δεις! Και εγώ ξυλουργός είμαι.
-Όμως με εμένα υπάρχει ακόμα ένα παράξενο: Δε γεννήθηκα με φυσιολογικό τρόπο.
-Μα ούτε και το παιδί μου γεννήθηκε με φυσιολογικό τρόπο.
Κοιτάζονται για λίγα δευτερόλεπτα και κλαίγοντας πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου:
-Πατέρα μου!
-Πινόκιο μου!
Στο δρόμο συναντά κάποιον γέρο:
-Πού πας παλικάρι μου;
-Ψάχνω τον πατέρα μου που τον έχω χάσει.
-Τι σύμπτωση και εγώ ψάχνω για το γιο μου, που τον έχω χάσει.
-Εμένα ο πατέρας μου είναι φτωχός.
-Και εγώ παιδί μου, πάμφτωχος είμαι.
-Ξέρεις ο πατέρας μου εμένα είναι ξυλουργός.
-Άκου να δεις! Και εγώ ξυλουργός είμαι.
-Όμως με εμένα υπάρχει ακόμα ένα παράξενο: Δε γεννήθηκα με φυσιολογικό τρόπο.
-Μα ούτε και το παιδί μου γεννήθηκε με φυσιολογικό τρόπο.
Κοιτάζονται για λίγα δευτερόλεπτα και κλαίγοντας πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου:
-Πατέρα μου!
-Πινόκιο μου!