Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα xiotika. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα xiotika. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Υπομονή.

 Κάτω από τους πυκνόφυλλους πλατάνους του Βουνακίου, στη Χιό,
κάθεται κάθε μέρα κόσμος πολύς το καλοκαίρι και πίνει τον καφέ του.
Μερικοί άνθρωποι παραπονιούνται στον καφέτζη για τα
 σπουργίτια, που κουτσουλάνε στα τραπεζάκια και στις καρέκλες.
Κι ο καφετζής τους απαντά: Έχετε υπομονή.
Από βδομάδας θα τους φορέσωμεν τα βρακάκια,
που τους παράγγειλα !

Εφοπλιστής Λιβανός και η Σκούνα.

 Καθόταν ο εφοπλιστής γέρο Λιβανός και έπινεν με την παρέα του εφοπλιστάδες στο λιμάνι.
Περνά η Σκούνα (ρακένδυτος γέρος πότης) και ο γέρο Λιβανός τον φωνάζει ειρωνικά στο τραπέζι.
Θα σε κεράσω μια σούμα να μας πης ενα τραγούδι.
Λέει το λοιπό η Σκούνα:
Ο ουρανός κι θάλασσα έχουν το ίδιο χρώμα,η Σκούνα κι ο Λιβανός θα μπουν στο ίδιο χώμα.
Πέρασε ένας Χρόνος και πέθανε ο γερο Λιβανός.
Έτυχε και περνούσε η Σκούνα  απο το ίδιο μαγαζί και οι εφοπλιστάδες φωνάζουν πάλι την Σκούνα για να τον ειρωνευτούν.
Θα σε κεράσουμαι μια σούμα να μας πης ενα τραγούδι.
Λέει πάλι η Σκούνα:
Ο ουρανός κι θάλασσα έχουν το ίδιο χρώμα, ο Λιβανός απέθανε μα η Σκούνα ζεί ακόμα.

Με το συμπάθειο.

 Ο Σιδερής ο Γρίλης έκανε μια αίτηση σε κάποιο δημόσιο γραφείο.
Του λένε λοιπόν:
Δώστε την αίτηση σας πλάι στο πρωτόκολλο.
Κι αυτός χτυπάει την πλαινή πόρτα καί λέει ντροπαλά ντροπαλά:
Εδώ είναι, με το συμπάθειο, ο κύριος πρωτόκολος;

Τουρκομάθεια.

 Ένας Χιώτης, που έζησε στην Πόλη μερικά χρόνια,
γύρισε στην Χίο κι έκανε τον Τουρκόμαθο.
Πώς το λένε το ζεστό ψωμί; τον ρωτούνε.
Σιτζάκ εκμέκ. απαντάει αυτός. Κι αμέ το κρύο;
Tο φήνουν να κρυώση!

Μεγάλο κατόρθωμα.

 Μερικοί Χιώτες αποφάσισα να ταξιδέψουν καί να πάνε στην Μικρασία.
Ήτανε νύχτα, σα μπήκανε όλοι στην βάρκα.
Τραβήξανε την άγκυρα χωρίς να λύσουν τον κάβο, και αρχίσανε κουπί.
Όλη την νύχτα κάναν κουπί.Και την άλλη μέρα με τα ξημερώματα
 λέει κάποιος στούς άλλους:
Βρέ παιδιά, κουπί το κουπί ηπήραμεν τσαί τη Χιό μαζί μας.

Μοιρολόι.

 Στα Αρμόλια πνίγηκε κάποιος από απροσεξία στο ποτάμι,κι γυναίκα του
 τον μοιρολογούσε κι έλεγε:
Έ, βρέ Νικόλα, γιάντα μου το'καμες αυτό;
Α δης τώρα κι εγώ είντα α σου κάμω.
Έννοια σου εσύ.
Τα χωράφια μας ε θα τα σκάβγω πιά!

Ο Καπετάνιος και η μπογιά.

 Ο λοστρόμος μπαίνει τρέχοντας στο γραφείο του καπετάνιου και του λέει:
Ο ναύτης που έβαφε το πλωριό άλπουρο έπεσε.
Κι ο Χιώτης Καπετάνιος:
H μπογιά βρε εχύθη;

Να το τρώη λίγο λίγο

 Ο Παντελής γυρνά στο νησί απο την Πόλη.
Τον ρωτά κάποιος:
Είδες το γιό μου στην Πόλη;
Εία τον. Είντα κάμνει;
Ψωμίν πουλεί.
Τσε γιάντα ; έν το τρώ, μόνον το πουλεί;
Μα βγάζει πολύ.
Ας το τρώ λίο- λίο ο ούργιος.

Παράδεισος.

 Ένας Χιώτης φανατικός εργένης έκανε τον κηπουρό σε έναν ανθόκηπο.
Μαστρο-Κώστα,του λέει η νοικοκυρά,τον έκαμες σαν Παράδεισο.
Να σε παντρέψουμε το λοιπό με καμιά, γιατί και ο Αδάμ
 στον Παράδεισο είχε τη γύναικα του κι αυτός.
Κι ο Χιώτης της απαντά ξερά ξερά:
Ναι, μα πόσον καιρόν ήμεινεν στο Παράδεισο;

Πεντακόσιοι δαίμονες

 Ένας αγράμματος παπάς τη νύχτα της Ανάστασης,ήθελε να πη πιό αναστάσιμα
 το γνωστό ,Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Και λέει: Ανέστη Χριστός καί πεντακόσοι δαίμονες.

Πληρωμένη απάντηση.

Ένας γυρολόγος μανάβης στη Χιό, πούλησε σταφύλια σε μιά κυρία.
Η κυρία, μπαίνοντας στο σπίτι της, κοντοστάθηκε πίσω
 από την πόρτα και ξετσάμπισε λαίμαργα αρκετές ρώγες.
Μετά βγήκε πάλι έξω με ένα κεσέ νερό καί με λίγα σταφύλια
 που τάπλενε και τάτρωγε. Χωριάτη, λέει στον μανάβη,
πως τα τρώτε στο χωριό σας τα σταφύλια:
Σαν και σένα,κυρά μου,πίσω απο την πόρτα.

Σοφία ορθή

 Μια Χιώτισσα τη λέγανε Σοφία.
Κι όταν ο παπάς είπε: Σοφία ορθή.
Φώναξε η Σοφία. Ορτή είμαι, παπά μου.
Έ με γλέπεις δά;

Συζήτηση με Χιώτη,

 Δυο κύριοι βαδίζουν κοντά στον ιππόδρομο.
Ο ένας ρωτάει τον άλλο:
Είσαι φίλιππος: Όχι. Γιώργης.
Δεν ήθελα το ονομά σου.
Θέλω να πω είσαι κι εσύ από τους φιλίπους;
Όχι, από τη Χιό!

Έκαμα συμφωνία με την τράπεζα.

Ο Μάστρο Γιάννης πουλά κουλούρια μπροστά στην Τράπεζα.
Έ , μάστρο Γιάννη, τον ρωτά ο γιώργης:
Πόσα ήπιασες σήμερα;
Δόξα σοι ο Θέος, τάπιασα τα έκατό φράγκα, του λέει αυτός.
Μου δανείζεις πενήντα φράγκα;
Θα σου δάνειζα, μα έχω κάμει συμφωνία με την Τράπεζαν:
Ούτε ευτή να πουλή κουλούρια ούτε γώ να δανείζω.

Σωστή πληροφορία.

 Ένας Χιώτης πιάνει δουλειά σε μιάν οικοδομή.
Πήγαινε, παιδί μου , να δης την ώρα,του λέει το αφεντικό του, κι έλα να μας πης.
Ο Χιώτης τρέχει στο δρόμο και ρωτά έναν περαστικό:
Καλέ σείς, κύριε είντα ώρα είναι περικαλώ:
Δέκα και δέκα, απαντά ο περαστικός.
Κι ο Χιώτης τρέχει στο αφεντικό του καί του λέει:
Η ώρα είναι είκοσι!

Σωστός υπολογισμός

 Σαν πρωτόδαν οι Χιώτες αεροπλάνο πάνω από το νησί, απόρησαν και θελήσανε
 να μάθουν τι πετούμενο ήταν αυτό.
Κι ένας απ'όλους, ο πιό σοφός τούς φώναξε δυνατά:
Έ μωρέ καημένοι μου, έν το καταλαβαίνετεν τ' είν' εύτο το ζώ πού πετά;
Είντα το λοιπό; τον ρωτούνε.
Κι αυτός τούς απαντά. Διακόσω χρονώ κούνουπας.

Το νόμιζε για ξένο

Μιά Χιωτισσα, καθώς βάδιζε στην Απλωταριά είδε
 καταγής ένα καθρεφτάκι. Κάνει να το πιάση.
Βλέπει το χέρι της μέσα καί νομίζοντας πως και
 κάποια άλλη σκύβει γιά τον ίδιο σκοπό, αποτραβιέται και λέει:
Να με συχωράτενε, καλέ σείς, που έν τόξερα πως είναι δικό σας.

Το ωδείο.

 Ένας Χιώτης πέρασε κάποτε έξω από κάποιο ωδείο.
Ακούσε λοιπόν τις τραγουδίσριες και τους τραγουδιστάδες
 που δοκίμαζαν τις φωνές τους. Σταυροκοπήθηκε τότε και είπε:
Έλα Χριστέ και Παναγιά. Εν τόξερα δα πως σε τούγο το μυευτήριο,
άμα γεννούσιν οι γυναίκες κοιλοπονούσιν κι οι άνδρες των!

Που βρίσκεται η Χίος παιδί μου;

Στη .θάλασσα κύριε!

Τσιγκουνιά.

 Ο γέρος Νικολής ήταν φοβερός τσιγκούνης.
Κάποτε αρρώστησε βαριά.Κι οι γιοί του τόν ρωτούνε:
Πατέρα, θές α φωνάξωμεν το γιατρό;
Τσαί πόσα θέ ο γιατρός;
Έ, ως πενήντα γρόσια.
Πολλά τού φάνηκαν,κι έπεσε δε συλλογή.
Τσαί πόσα κοστίζει η κηδεία; τούς ρωτά.
Μα, σαράντα γρόσια.
Έ, ας βροντήση το λοιπόν η καμπάνα!