Ο Γιωρίκας συναντά στο δρόμο ένα τζίνι που του λέει να κάνει μια ευχή κι
αυτό θα την πραγματοποιήσει.
-Θέλω να κατουράω ουίσκι, λέει αυτός.
-Μα είσαι σίγουρος; Μπορείς να ζητήσεις λεφτά, πλούτη ότι θέλεις.
-Όχι εγώ θέλω να κατουράω ουίσκι.
Τι να κάνει το τζίνι, του πραγματοποιεί την ευχή.
Πάει στο σπίτι ο Γιωρίκας, φωνάζει την Σουμέλα:
-Γυναίκα, φέρε φιστίκια και δυο ποτηράκια.
Τα φέρνει παραξενευμένη η Σουμέλα.
-Τι τα θες; τον ρωτάει. Αφού δεν έχουμε ποτά.
-Από σήμερα έχουμε όσο ουίσκι θέλουμε, της λέει αυτός. Και πραγματικά
γεμίζει τα ποτήρια ουίσκι. Τσουγκρίζουν, πίνουν ένα, πίνουν δύο, κάνουν
κέφι.κάνουν κι ένα παιχνιδάκι.
Το άλλο βράδυ τα ίδια.
-Γυναίκα, φέρε φιστικιά και δυο ποτηράκια.
Κι έτσι περνούσαν τα βράδια τους. Ένα βράδυ όμως το σκηνικό άλλαξε.
-Γυναίκα, φέρε φιστικιά κι ένα ποτηράκι.
-Ένα, γιατί ένα;
-Εσύ σήμερα θα πιεις απ το μπουκάλι.
αυτό θα την πραγματοποιήσει.
-Θέλω να κατουράω ουίσκι, λέει αυτός.
-Μα είσαι σίγουρος; Μπορείς να ζητήσεις λεφτά, πλούτη ότι θέλεις.
-Όχι εγώ θέλω να κατουράω ουίσκι.
Τι να κάνει το τζίνι, του πραγματοποιεί την ευχή.
Πάει στο σπίτι ο Γιωρίκας, φωνάζει την Σουμέλα:
-Γυναίκα, φέρε φιστίκια και δυο ποτηράκια.
Τα φέρνει παραξενευμένη η Σουμέλα.
-Τι τα θες; τον ρωτάει. Αφού δεν έχουμε ποτά.
-Από σήμερα έχουμε όσο ουίσκι θέλουμε, της λέει αυτός. Και πραγματικά
γεμίζει τα ποτήρια ουίσκι. Τσουγκρίζουν, πίνουν ένα, πίνουν δύο, κάνουν
κέφι.κάνουν κι ένα παιχνιδάκι.
Το άλλο βράδυ τα ίδια.
-Γυναίκα, φέρε φιστικιά και δυο ποτηράκια.
Κι έτσι περνούσαν τα βράδια τους. Ένα βράδυ όμως το σκηνικό άλλαξε.
-Γυναίκα, φέρε φιστικιά κι ένα ποτηράκι.
-Ένα, γιατί ένα;
-Εσύ σήμερα θα πιεις απ το μπουκάλι.