Είναι δύο φίλοι και συζητούν: Ασε, λέει ο ένας.
Η γυναίκα μου είναι πολύ άσχημη. Χάλι μαύρο.
Και που να δεις τη δική μου, λέει ο άλλος. Δε βλέπεται.
Ρε η δικιά μου είναι απαίσια, ξαναλεέι, ο άλλος.
Ακου που σου λέω.
Αααα, δεν τρώγεσαι με τίποτα. Πάμε σπίτι μου να σουδείξω τη δικιά μου
για να σταματήσεις να αμφιβάλλεις.
Πράγματι, φτάνουν στο σπίτι του ενός και μπαίνουν στο σαλόνι.
Στο βάθος ήταν μια μεγάλη βαριά πόρτα.
Την ανοίγει ο φίλος του και προχωράει στο βάθος ενός
σκοτεινού διαδρόμου όπου στο τέλος του υπήρχε μία καταπακτή.
Ανοίγει την καταπακτή, σκύβει και φωνάζει:
Μαρία! Ναι άντρα μου! Έλα έξω λίγο.
Με τη σακκούλα ή χωρίς;
Να σε συστήσω θέλω, όχι να σε γαμίσω!
Η γυναίκα μου είναι πολύ άσχημη. Χάλι μαύρο.
Και που να δεις τη δική μου, λέει ο άλλος. Δε βλέπεται.
Ρε η δικιά μου είναι απαίσια, ξαναλεέι, ο άλλος.
Ακου που σου λέω.
Αααα, δεν τρώγεσαι με τίποτα. Πάμε σπίτι μου να σουδείξω τη δικιά μου
για να σταματήσεις να αμφιβάλλεις.
Πράγματι, φτάνουν στο σπίτι του ενός και μπαίνουν στο σαλόνι.
Στο βάθος ήταν μια μεγάλη βαριά πόρτα.
Την ανοίγει ο φίλος του και προχωράει στο βάθος ενός
σκοτεινού διαδρόμου όπου στο τέλος του υπήρχε μία καταπακτή.
Ανοίγει την καταπακτή, σκύβει και φωνάζει:
Μαρία! Ναι άντρα μου! Έλα έξω λίγο.
Με τη σακκούλα ή χωρίς;
Να σε συστήσω θέλω, όχι να σε γαμίσω!