Ο Γιωρίκας μια μέρα, εκεί που βοσκούσε τα πρόβατα και τα γίδια του ήθελε να γαμήσει. Η Σουμέλα του όμως είχε πάει ταξίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν, βλέπει μια ωραία γίδα με κάτι όμορφα κέρατα και λέει:
- !Θα πάω να την γα.ω.!
Εκεί που βοσκούσε η γίδα, πάει από πίσω της ο Γιωρίκας, κατεβάζει λίγο τα βρακιά του και της τον χώνει. Η γίδα όμως τρόμαξε και άρχισε να τρέχει. Εκείνη τη στιγμή, κόλλησε με την γίδα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Οπότε όταν εκείνη άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα του βουνού, και ο Γιωρίκας έτρεχε πίσω της, με τα παντελόνια του κατεβασμένα. Εκείνη την ώρα, καθόταν στο καφενείο του χωριού ο Κωστίκας με κάποιους άλλους συγχωριανούς του. Βλέπουν λοιπόν τον Γιωρίκα που κατευθυνόταν προς το μέρος τους, και ο Κωστίκας λέει στους άλλους:
- !Βρε τον ξεβράκωτο. Με θέλει και μηχανάκι!
- !Θα πάω να την γα.ω.!
Εκεί που βοσκούσε η γίδα, πάει από πίσω της ο Γιωρίκας, κατεβάζει λίγο τα βρακιά του και της τον χώνει. Η γίδα όμως τρόμαξε και άρχισε να τρέχει. Εκείνη τη στιγμή, κόλλησε με την γίδα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Οπότε όταν εκείνη άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα του βουνού, και ο Γιωρίκας έτρεχε πίσω της, με τα παντελόνια του κατεβασμένα. Εκείνη την ώρα, καθόταν στο καφενείο του χωριού ο Κωστίκας με κάποιους άλλους συγχωριανούς του. Βλέπουν λοιπόν τον Γιωρίκα που κατευθυνόταν προς το μέρος τους, και ο Κωστίκας λέει στους άλλους:
- !Βρε τον ξεβράκωτο. Με θέλει και μηχανάκι!