Ένας μπεκρής μπαίνει στο εξομολογητήριο, σε μια καθολική εκκλησία,
(ξέρετε απ αυτά τα κουβούκλια, όπου ο εξομολογητής δε βλέπει
-υποτίθεται- τον εξομολογούμενο), κάθεται και δε λέει τίποτα. Ο παπάς,
ο καθολικός παπάς, εν τάξει, που είναι όλοι ανύπαντροι, αλλά όλοι
έχουν γυναίκα-οικονόμο, ο παπάς λοιπόν, παραξενευμένος απ αυτή τη
σιωπή, ξεροβήχει για να προσελκύσει την προσοχή του εξομολογούμενου,
αλλά ο τύπος δε λέει κουβέντα. Ο παπάς τότε χτυπάει ελαφρά το χώρισμα,
σε μια τελευταία προσπάθεια να προσελκύσει την προσοχή του σιωπηλού
τύπου. (Οι μουγκοί πώς εξομολογούνται; ξέρει κανείς;)
Τελικά, ο μεθυσμένος λέει:
- Χτυπάς, δε χτυπάς, δε γίνεται τίποτα, φίλε. Ούτε από δω υπάρχει
χαρτί υγείας!
(ξέρετε απ αυτά τα κουβούκλια, όπου ο εξομολογητής δε βλέπει
-υποτίθεται- τον εξομολογούμενο), κάθεται και δε λέει τίποτα. Ο παπάς,
ο καθολικός παπάς, εν τάξει, που είναι όλοι ανύπαντροι, αλλά όλοι
έχουν γυναίκα-οικονόμο, ο παπάς λοιπόν, παραξενευμένος απ αυτή τη
σιωπή, ξεροβήχει για να προσελκύσει την προσοχή του εξομολογούμενου,
αλλά ο τύπος δε λέει κουβέντα. Ο παπάς τότε χτυπάει ελαφρά το χώρισμα,
σε μια τελευταία προσπάθεια να προσελκύσει την προσοχή του σιωπηλού
τύπου. (Οι μουγκοί πώς εξομολογούνται; ξέρει κανείς;)
Τελικά, ο μεθυσμένος λέει:
- Χτυπάς, δε χτυπάς, δε γίνεται τίποτα, φίλε. Ούτε από δω υπάρχει
χαρτί υγείας!