Χειμώνας . Ένας ανωγειανός ξημερώθηκε στο καφενείο του χωριού παίζοντας χαρτιά και χάνοντας όλες τις οικονομίες της οικογένειας .
Με βαριά καρδιά αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι .
Ξάπλωσε με χίλιες προφυλάξεις δίπλα στη γυναίκα του προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει .
Η ζεστασιά όμως του κρεβατιού του ανέβασε στα ύψη τη λίμπιντο .
Aρχισε λοιπόν να ψαχουλεύει τη γυναίκα του στα απόκρυφα σημεία .
Αυτή τότε ξυπνάει και τον ρωτάει .
Ήντα έκαμες μπρε τα λεφτά ;
Έχασά τα , απαντάει αυτός .
Και έτουδα* μωρέ κακομοίρη γυρεύεις να τα βρεις ;
* έτουδα = εκεί
Με βαριά καρδιά αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι .
Ξάπλωσε με χίλιες προφυλάξεις δίπλα στη γυναίκα του προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει .
Η ζεστασιά όμως του κρεβατιού του ανέβασε στα ύψη τη λίμπιντο .
Aρχισε λοιπόν να ψαχουλεύει τη γυναίκα του στα απόκρυφα σημεία .
Αυτή τότε ξυπνάει και τον ρωτάει .
Ήντα έκαμες μπρε τα λεφτά ;
Έχασά τα , απαντάει αυτός .
Και έτουδα* μωρέ κακομοίρη γυρεύεις να τα βρεις ;
* έτουδα = εκεί