Ενας μεθυσμένος γυρίζει σπίτι του περασμένα μεσάνυχτα.
Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα του σπιτιού, βγάζει τα παπούτσια
του και μπαίνει στις μύτες των ποδιών του.
Για κακή του τύχη όμως, η γυναίκα του είναι ξύπνια και τον περιμένει.
Καλά, του λέει έξαλλη από θυμό, ξέρεις τι ώρα είναι;
Κοντεύει πάλι τρεις! Δε μου υποσχέθηκες να σταματήσεις
τα μεθύσια και να έρχεσαι σπίτι νωρίτερα;
Μα. αγάπη μου, τα παραλές.τραυλίζει εκείνος.
Απόψε δεν άργησα και τόσο πολύ, είναι ακόμα μία η ώρα.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το καμπαναριό της εκκλησίας που
σημαίνει τρεις.
Και ο μεθυσμένος, γυρίζοντας απορημένος προς το καμπαναριό:
Καλά, καλά, το ξέρουμε ότι είναι μία.
Είναι ανάγκη να μας το λες τρεις φορές;!
Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα του σπιτιού, βγάζει τα παπούτσια
του και μπαίνει στις μύτες των ποδιών του.
Για κακή του τύχη όμως, η γυναίκα του είναι ξύπνια και τον περιμένει.
Καλά, του λέει έξαλλη από θυμό, ξέρεις τι ώρα είναι;
Κοντεύει πάλι τρεις! Δε μου υποσχέθηκες να σταματήσεις
τα μεθύσια και να έρχεσαι σπίτι νωρίτερα;
Μα. αγάπη μου, τα παραλές.τραυλίζει εκείνος.
Απόψε δεν άργησα και τόσο πολύ, είναι ακόμα μία η ώρα.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το καμπαναριό της εκκλησίας που
σημαίνει τρεις.
Και ο μεθυσμένος, γυρίζοντας απορημένος προς το καμπαναριό:
Καλά, καλά, το ξέρουμε ότι είναι μία.
Είναι ανάγκη να μας το λες τρεις φορές;!