Πάνε 3 φίλοι σε μια φάρμα να πιάσουνε δουλειά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον πρώτο το αφεντικό.
- Εγώ, αφεντικό, βλέπω καλά. Όταν λέω καλά, εννοώ πολύ καλά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ ακούω καλά, πολύ καλά, όχι αστεία τώρα.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον τρίτο.
- Εγώ βλαστημάω πολύ, δεν το πιάνει το μυαλό σου δηλαδή, άλλο πράμα, πάρα πολύ!
- Εσείς οι δυο μου κάνετε, λέει τ αφεντικό στους δυο πρώτους.
Προσλαμβάνεστε. Εσένα δε σε θέλω, λέει στον τρίτο.
- Δεν γίνεται, του λένε κι οι τρεις μ ένα στόμα. Εμείς πάμε πακέτο. Ή όλους, ή κανέναν.
Τι να κάνει τ αφεντικό τους πρόσλαβε και τους τρεις.
- Για πάμε έξω, τους λέει, να μου δείξετε τις ικανότητές σας. Πώς, με τέτοιες ικανότητες, δεν έχετε δουλειά;
Βγαίνουν έξω και λέει ο πρώτος:
- Αφεντικό, εκεί στην απέναντι πλαγιά, τον βλέπεις αυτόν που αρμέγει η γελάδα;
- Τι να σου πω τώρα; λέει τ αφεντικό. Σαν κάτι να βλέπω.
- Ε, αφεντικό, ετούτη τη στιγμή έφυγε μια τρίχα απ την ουρά της γελάδας κι έπεσε μέσα στην καρδάρα με το γάλα.
- Τι είπες, ρε παιδί; Βλέπεις τόσο καλά μέχρι εκεί κάτω;
- Ναι, αφεντικό, λέει ο δεύτερος. Εγώ την άκουσα που έπεσε μέσα στο γάλα. Έκανε «πλιτς».
- Σώπα, ρε παιδί, έμεινε άφωνος ο αφεντικός. Ακούς τέτοια πράματα;
- Τώρα τι να σου πω αφεντικό; λέει ο τρίτος. Κάτι τέτοιες μαλακίες ακούω εγώ, βλαστημάω πολύ και μας διώχνουνε απ τις δουλειές.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον πρώτο το αφεντικό.
- Εγώ, αφεντικό, βλέπω καλά. Όταν λέω καλά, εννοώ πολύ καλά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ ακούω καλά, πολύ καλά, όχι αστεία τώρα.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον τρίτο.
- Εγώ βλαστημάω πολύ, δεν το πιάνει το μυαλό σου δηλαδή, άλλο πράμα, πάρα πολύ!
- Εσείς οι δυο μου κάνετε, λέει τ αφεντικό στους δυο πρώτους.
Προσλαμβάνεστε. Εσένα δε σε θέλω, λέει στον τρίτο.
- Δεν γίνεται, του λένε κι οι τρεις μ ένα στόμα. Εμείς πάμε πακέτο. Ή όλους, ή κανέναν.
Τι να κάνει τ αφεντικό τους πρόσλαβε και τους τρεις.
- Για πάμε έξω, τους λέει, να μου δείξετε τις ικανότητές σας. Πώς, με τέτοιες ικανότητες, δεν έχετε δουλειά;
Βγαίνουν έξω και λέει ο πρώτος:
- Αφεντικό, εκεί στην απέναντι πλαγιά, τον βλέπεις αυτόν που αρμέγει η γελάδα;
- Τι να σου πω τώρα; λέει τ αφεντικό. Σαν κάτι να βλέπω.
- Ε, αφεντικό, ετούτη τη στιγμή έφυγε μια τρίχα απ την ουρά της γελάδας κι έπεσε μέσα στην καρδάρα με το γάλα.
- Τι είπες, ρε παιδί; Βλέπεις τόσο καλά μέχρι εκεί κάτω;
- Ναι, αφεντικό, λέει ο δεύτερος. Εγώ την άκουσα που έπεσε μέσα στο γάλα. Έκανε «πλιτς».
- Σώπα, ρε παιδί, έμεινε άφωνος ο αφεντικός. Ακούς τέτοια πράματα;
- Τώρα τι να σου πω αφεντικό; λέει ο τρίτος. Κάτι τέτοιες μαλακίες ακούω εγώ, βλαστημάω πολύ και μας διώχνουνε απ τις δουλειές.