Ένας βρονταδούσης διηγιέται:
Ημαστένε σαράντα Χιώτες. Καί βλέπομεν κι ήρκουνταν εννιά Τούρκοι.
Τους ρίχνομένε μιάν μπαταριά καί μένομεν εγώ κι ο αδελφός μου.
Μου λε ο αδελφός μου: Βρέ κρίμα έν είν'οι αθρώποι;
Κί είντα μας κάμανε καί θέμε, να τους σκοτώσωμε;
Καί του λέω γώ: Σωστά λες. Ας φύωμε να μην τόβρωμεν απ' το Θεό.
Ημαστένε σαράντα Χιώτες. Καί βλέπομεν κι ήρκουνταν εννιά Τούρκοι.
Τους ρίχνομένε μιάν μπαταριά καί μένομεν εγώ κι ο αδελφός μου.
Μου λε ο αδελφός μου: Βρέ κρίμα έν είν'οι αθρώποι;
Κί είντα μας κάμανε καί θέμε, να τους σκοτώσωμε;
Καί του λέω γώ: Σωστά λες. Ας φύωμε να μην τόβρωμεν απ' το Θεό.